ΚΟΥΠΕΣ 1821-2021

Ήταν 16 Μαρτίου 1956 όταν η πολυμελής ομάδα του Αυξεντίου έστησε επιτυχή ενέδρα εναντίον των Άγγλων στο δρόμο μεταξύ Αγρού – Χανδριών. Το τίμημα της ενέδρας αυτής ήταν ο θάνατος του ήρωα Χρίστου Τσιάρτα, ο οποίος δέχτηκε κατά την αποχώρηση της ομάδας σφαίρα από επιζήσαντα Άγγλο στρατιώτη.

Ο Χρίστος Τσιάρτας εργάστηκε μαζί με άλλους για την κατασκευή των λημεριών της ΕΟΚΑ στα βουνά των Σπηλιών και, ως μέλος της ανταρτικής ομάδας Αμιάντου – Πιτσιλιάς, υπήρξε σύνδεσμος της περιοχής του με τον Αρχηγό Διγενή που διέμενε σ’ αυτά.

Συνεργάστηκε με τον Κυριάκο Μάτση στη μεταφορά και διανομή οπλισμού, με το Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και άλλα ηγετικά στελέχη της ΕΟΚΑ στην οργάνωση των κατοίκων των χωριών του τομέα του Αυξεντίου σε ολόκληρη την περιοχή Πιτσιλιάς. Μεταξύ των σοβαρών αποστολών που του ανατέθηκαν ήταν και η κάλυψη με την ομάδα του της οδού Κακοπετριάς προς Σπήλια για στήριξη των ανταρτικών ομάδων στα υψώματα βόρεια των Σπηλιών. Στις 20 Ιανουαρίου 1956 καταζητήθηκε από τους Άγγλους, οπότε κατέφυγε μόνιμα στο αντάρτικο και συνενώθηκε με την ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου στα κρησφύγετα της Παπούτσας, στο Παλαιχώρι.

“Εγώ μάστρε θα πάω. Μα ο τόπος μου, η περιοχή μου; Θέλω εδώ να τους χτυπήσουμε. Να ρωτούν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας για τα κατορθώματα της περιοχής και να μας καμαρώνουν και να μας τιμούν. Θέλω να μπουν ρίζες στις γενιές που θα ΄ρθουν σ΄ αυτούς του τόπους. Θέλω να νιώθουν περήφανοι για το ριζικό τους.”

Ήταν μια εβδομά πριν την επιχείρηση “Προς την Νίκη,” ο Γιαγκουλάς ήταν ανυπόμονος, ασυγκράτητος και παίδευε τον τομεάρχη, Ρένο Κυριακίδη. “Θα τους χτυπήσουμε σ΄ όλη την Κύπρο. Ο αρχηγός είπε πως θα τους κλείσουμε στα στρατόπεδα. Πες μου μάστρε, που θα βρεθεί Εγγλέζος να πατήσει στους ξερότοπους μας;”

“Λήσταρχο να τον βγάλουμε, αρπάζει ό,τι θέλει, χωρίς να φοβάται και χωρίς να ρωτάει κανένα, εξάλλου και την γυναίκα του με το ζόρι την πήρε,” είπε ο ήρωας Ανδρέας Παναγιώτου, η Μαύρη Χήρα.

-Ρε Χρήστο, Γιαγκούλα να σε βγάλουμε.

-Τι είναι αυτό μάστρε;

-Ήταν λήσταρχος στα βουνά της Ελλάδας, άρπαζε από πλούσιους και πάντρευε φτωχά κορίτσια. Έκανε περίπου 40 φόνους.

-Θαύμα μάστρε. Γιαγκούλας τότε.

Την Ευγενία, μόνος του πήγε να την ζητήσει από τον Στέφανο Πρωτόπαπα, τον έδιωξε και έφυγε σιωπηλός, δεν θύμωσε, τράβηξε για το σπίτι του. Σαν έφευγε συνάντησε την κόρη, την κοίταξε στα μάτια, του χαμογέλασε -λεβέντης ήταν ο Χριστός Τσιάρτας. Δεν δεχόταν καλύτερο του στην περιοχή. Στο μεταλλείο οδηγούσε το πιο βαρύ τιμόνι. Στα κτήματα κρατούσε τον πιο βαρύ κασμά και στην επιστροφή από τα αμπέλια φορτωνόταν το πιο βαρύ κοφίνι- όταν βράδιασε επέστρεψε. Πέρασε κάτω από το σπίτι της κόρης και φώναξε στον πατέρα της, “Γέρο πατέρα την κόρη σου θα την πάρω με το ζόρι”, έριξε δυο πιστολιές στον αέρα και έφυγε.

Κούρνιασε ο πατέρας της με το θεριό, φώναξε την κόρη και της είπε “θέλω να σε καλοπαντρέψω. Να σου βρω ένα γραμματισμένο παιδί, να σε παντρέψω στην πόλη. Να ζήσεις καλύτερη ζωή.” Η κόρη σώπασε δεν μίλησε.

-Κόρη μου τον θες;

Σήκωσε τα μάτια της και τον είδε, δεν χρειαζόταν να του πει κάτι….

-Καλά κόρη μου. Εγώ σου το δηλώνω πως δεν τον θέλω τον ψευτοπαλικάρα, αν εσύ τον θες παρ΄ τον. Εγώ δεν πρόκειται να σε αδικήσω, θα σου δώσω ότι σου έχω ταμένο.

Χαμογέλασε η Ευγενία. Σε ένα μήνα έγιναν οι αρραβώνες. Παντρεύτηκαν, γέννησαν την Γιαγκουλού την Μαρία, -όπως χαϊδευτικά την έλεγαν οι ηρωικοί επισκέπτες του “Ξενοδοχείου”- και τον Στέφανο.

Ο πεθερός του Γιαγκούλα, προσωπικότητα της εποχής, φλογερός πατριώτης και αναμειγμένος στα κοινά από τα Οκτωμβριανά. Από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚΑ, μύησε τον Χρίστο στην οργάνωση από το 1953.

“Γράψε μάστρε ακόμα ένα. Δεν πρόκειται πια να χωριστούμε. Σου ΄φέρα και τον πεθερό μου για να του πεις να προσέχει την κόρη του. Τρία χρόνια του την πρόσεχα, του έκανα και δύο εγγόνια. Τώρα θα πιάσω άλλες δουλειές. Ας τους φροντίζει αυτός ως που να τελειώσει ο πόλεμος.” Ήταν η μέρα που επέστρεφε ο Γιαγκούλας από την εξόρμηση του στην Λεμεσό και συνάντησε για πρώτη φόρα τον αρχηγό στο σπίτι του Ξανθού, εκεί που αντάμωνε ξανά τον Ρένο Κυριακίδη.

“Η Ευγενία σαν μάνα, γεμάτη στοργή. Σαν γυναίκα Ελληνίδα, Μπουμπουλίνα και Τζαβελαίνα. Ήξερε να αξιολογεί τα προβλήματα της στιγμής και να υπηρετεί εκείνο που πρέπει.

Άφηνε τον γιο της να κλαίει ώρες, γιατί κάπου έπρεπε πάει ένα μήνυμα. Δεν άπλωνε τα πλυμένα ρούχα γιατί έπρεπε να στεγνώσει στον φούρνο τις εκρηκτικές ύλες. Δούλευε σκυλίσια για να έχει χρόνο ο άντρας της να δουλεύει στον αγώνα.

Γυναίκες πατριώτισσες έχει πολλές ο τόπος μας. Απ’ αυτές μπορεί μερικές να ξεχωρίζουν. Όμως, από την γυναίκα του Γιαγκούλα καλύτερη δεν υπήρχε. Γνώρισα ακόμη μια που της μοιάζει. Μια Πιτσιλιώτισσα. Μια που είχε ένα άντρα ψηλό, με γαλανά μάτια, ξανθά μαλλιά. Μα τούτη είχε κάτι παραπάνω.

Κάποτε στο μεγάλο σχολείο μας έβαλε ο δάσκαλος να ζωγραφίσουμε την ελευθερία . Μερικοί έκαναν ένα ήλιο να βγαίνει πάνω από τον Παρθενώνα. Άλλοι έκαναν γυναίκες, που στα χέρια τους κρατούσαν στεφάνια. Εγώ έκανα μια γυναίκα, που έμοιαζε με τους αγγέλους των εκκλησιών και με τα δυο χέρια κρατούσε μια σπάθα που έφτανε μέχρι τα πόδια της. Αν καθόμουν τώρα να ζωγράφιζα τη λευτεριά, θα ζωγράφιζα αυτή την γυναίκα, ” διηγείται ο Ρένος Κυριακίδης.

Ξημέρωσε Σάββατο, το χωριό ήταν γεμάτο στρατιώτες, ενώ το ραδιόφωνο διατυμπανίζει πως στα Αγρίδια έγινε μάχη και σκοτώθηκε κάποιος επονομαζόμενος Γιαγκούλας. Η Ευγενία ήταν στη βεράντα με τα μικρά παιδιά της, όταν ένας Άγγλος αξιωματικός πλησιάζει το σπίτι.

-Άκουσες τι έγινε;

-Ναι.

-Εφέραμεν τον κάτω στο δρόμο, και δεν ξέρουμε ποιος είναι. Και επειδή ξέρουμε πως άντρας σου εν μες τους αγωνιστές, εν πάμε κάτω να δούμε αν αναγνωρίσεις ποιος είναι, να μας πεις;

-Ναι πάμε.

Η Ευγενία κατεβαίνει στον δρόμο και κατευθύνεται στο στρατιωτικό φορτηγό, βλέπει το νεκρό και προσπαθεί να τον αναγνωρίσει, δυσκολεύεται, ο νεκρός είναι παραμορφωμένος (οι Άγγλοι είχαν βεβηλώσει το σώμα του ήρωα, τον περιοδεύαν στα γύρω χωριά, για εκφοβισμό, το έσερναν, το έριχναν). Τα ρούχα όμως ήταν του Χρίστου, αυτά που του έραβε η Ευγενία.

-Εν ο άντρας σου;

-Ναι

Η Γιαγκούλαινα όρθωσε ανάστημα, δεν έκλαψε μπροστά τους, δεν ήθελε να πιστέψουν πως έχασε το θάρρος της και λιγοψύχησε. Από εκείνη την στιγμή αρχίζει μια επίμονη ανάκριση. Ο αξιωματικός γνωρίζει πως η Ευγενία ξέρει αρκετά, αλλά αυτή δεν του λέει τίποτα. Στο τέλος ο Άγγλος αναφέρει στους υπόλοιπους πως αν δεν είχε τα μικρά παιδιά θα την σουβλίζαν για να μάθουν περισσότερα, αλλά αντίκτυπος που θα προκαλούσαν στην κοινωνία, δεν τους το επέτρεπε.

Τον λέγανε Γιαγκουλά και στις 16 του Μάρτη του 56, έκανε την επιθυμία του πράξη. Τους κτυπήσανε στην περιοχή του, στην Πιτσιλιά, που κατωθκιόν της Μαδαρής, μεταξύ Αγρού – Χανδριών. Στην μεγαλύτερη ενέδρα που έγινε κατά τον τετραετή αγώνα της ΕΟΚΑ. Τον αγκάλιασε η γη της ηρωομάνας Πιτσιλιάς, δίπλα από τον αδερφό του χωρίς κανείς να το καταλάβει.

«Χαλάλι Χρήστο μου, η θυσία στην Πατρίδα. Θεέ μου στείλε γρήγορα την Λευτεριά μας” βροντοφώναξε η Γιαγκούλαινα και φίλησε την πληγή του ευχόμενη να τελειώσουν πια οι πληγές της Κύπρου. Η μητέρα του, Πολυξένη ψέλισσε «Τέτοιοι νεκροί, δεν θέλουν κλάματα», ενώ ο αδερφός του ανέφερε στον Γρηγόρη “Μάστρε έκτες ήτο η δική του η σειρά, αύριο μπορεί να είναι η δική μας. Χαλάλι της Πατρίδας.”

Αφήστε το σχόλιο σας

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ