ΚΟΥΠΕΣ 1821-2021

γράφει ο Γεώργιος Μανωλόπουλος

Η Αλβανία και το Κοσσυφοπέδιο με τη παρότρυνση ΟΗΕ και ΗΠΑ βρίσκονται όλο και πιο κοντά στην Ένωση και με τη συγκατάθεση της Σερβίας που προσπαθεί να διασώσει τουλάχιστον τις επαρχίες με σερβικό πληθυσμό. Οι κυβερνήσεις τους διεξάγουν κοινές πλέον συνεδριάσεις ενώ ο πρωθυπουργός του Κοσσόβου έφθασε στο σημείο να λάβει αλβανικό διαβατήριο. Με άλλα λόγια πλησιάζει η μέρα της κατάκτησης από την Αλβανία ενός τμήματος της μεγαλύτερης και ισχυρότερης της Σερβίας.

Η πτωχευμένη Αλβανία της δεκαετίας του 90 ήταν χώρα ανέκδοτο για τους Έλληνες. Τίθεται το ερώτημα λοιπόν. Πως μπορεί μέσα σε μια γενεά από τότε να κατακτά το Κόσσοβο (Με ανεξαρτησία αρχικά και Ένωση σταδιακά, από την πολλαπλάσια σε πληθυσμό από αυτήν, Σερβία) και φυσικά να εξακολουθεί να καταπιέζει και να εκδιώχνει τους Βορειοηπειρώτες (που κατάγονται από χώρα επίσης πολλαπλάσια σε μέγεθος και μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ); Όλα αυτά τα καταφέρνει γιατί διεκδικεί και αποδεικνύει ότι ούτε το πληθυσμιακό μέγεθος έχει τόση σημασία, ούτε τα οικονομικά μεγέθη, αν κάποια χώρα, οι ηγέτες της αλλά και ο λαός, της έχουν θέληση για μακροχρόνια διεκδίκηση και όχι «ωχαδερφική» νοοτροπία.

Για τις κατώτερες των περιστάσεων, ελληνικές πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων δεκαετιών, είναι σίγουρα πιο εύκολη η διαχείριση της απλής καθημερινότητας αντί μιας εξωστρεφούς εξωτερικής πολιτικής επιβολής των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, με τη δημιουργία παράλληλα των κατάλληλων συνθηκών στο εσωτερικό της χώρας και τον ελληνικό λαό. Για παράδειγμα, μια μακροχρόνια προσπάθεια για διεκδίκηση της Βορείου Ηπείρου ή διαμελισμού του κράτους των Σκοπίων προς προσάρτηση από εμάς και τους λοιπούς του γείτονες, είναι «κουραστική» για τους πολιτικούς μας. Ενώ δεν αποδίδει και άμεσα εκλογικά αποτελέσματα αφού τέτοιες προσπάθειες (βλέπε Δυτική Θράκη και σταδιακή επεκτατική πολιτική της Τουρκίας) διαρκούν πολλές φορές δεκαετίες και τη δόξα από ενδεχόμενη επιτυχία θα τη λάβει άλλος πολιτικός ηγέτης, ίσως μία ή δύο γενεές αργότερα.

Στην Ελλάδα έχει επικρατήσει και επαναλαμβάνεται διαρκώς από κυβερνητικά χείλη όλων των παρατάξεων το «Δε διεκδικούμε τίποτα, δε παραχωρούμε τίποτα». Το «δε διεκδικούμε τίποτα» όμως πέρα του ότι δε συνάδει με την ιστορία του Ελληνισμού, αντίκειται και στα κεκτημένα μας που απεμπολούμε όπως με την Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου, της Ίμβρου και της Τενέδου. Στη καλύτερη των περιπτώσεων μόνο να διατηρήσει μπορεί το status quo, ενώ σε οποιαδήποτε άλλη επιφυλάσσει μόνο υποχωρήσεις και εθνικές ήττες. Στο εξωτερικό ουδείς εφαρμόζει ανάλογη πολιτική για τη χώρα του. Στην Ελλάδα όμως οι ηγεσίες μας ακολουθούν αυτή τη πολιτική του «Δε διεκδικούμε τίποτα» με θρησκευτική θα λέγαμε πίστη και δείχνοντας πρωτόγνωρη για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα, διακομματική πολιτική συνέχεια. Αυτό φυσικά γίνεται αντιληπτό από τις ξένες ηγεσίες και από όλους τους γείτονες μας και φυσικά εκλαμβάνεται απλώς ως σημάδι αδυναμίας και υποχωρητικότητας. Εξασφαλισμένοι λοιπόν οι γείτονές μας πως ότι και να γίνει τα κεκτημένα τους έναντι της Ελλάδος δεν θα απειληθούν ποτέ, περνάνε στην εφαρμογή επεκτατικής πολιτικής απέναντί μας ακόμα και αν αποτελούν κλάσματα του στρατιωτικού, πληθυσμιακού, διπλωματικού, οικονομικού ή πολιτισμικού μεγέθους της χώρας μας.

Το «Δε διεκδικούμε τίποτα» αποτελεί μια πολιτική που μπορεί σίγουρα να αντιστραφεί. Αυτό που ξεχνάμε όμως είναι πως μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων έχει γαλουχηθεί με αυτό το «ιδανικό». Και είναι αυτοί οι Έλληνες, με αυτή τη μη διεκδικητική γαλούχηση, που στελεχώνουν και θα στελεχώνουν στο μέλλον διπλωματικές υπηρεσίες, κυβερνητικά πόστα και στρατιωτικά αξιώματα. Οι νεοέλληνες έχουν συνηθίσει να θεωρούν φυσιολογικό η χώρα μας να κρύβεται πίσω από το διεθνές δίκαιο, να θεωρούμε τους εαυτούς μας μικρούς και έρμαιο πάντα των μεγάλων και εν πάση περίπτωσή να καθόμαστε ήσυχοι στη γεωγραφική μας θέση και να μην ενοχλούμε κανέναν διότι η «μικρή» Ελλάδα είναι αυτή που είναι και δε μπορεί να κάνει τίποτα.

Ως εθνικιστές ασφαλώς και πιστεύουμε το ακριβώς αντίθετο και πιστεύουμε στις δυνατότητες των Ελλήνων. Κάποια στιγμή η διακυβέρνηση της χώρας θα είναι και πάλι σε εθνικιστικά χέρια αλλά μέχρι τότε ας ανοίγουμε τα μάτια τους συμπατριώτες μας με παραδείγματα όπως της Αλβανίας και του Κοσσόβου, για το τι μπορεί να καταφέρει μία «μικρή» χώρα όταν έχει τη σωστή νοοτροπία και εργάζεται προς τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την επίτευξη των εθνικών της στόχων.

Αφήστε το σχόλιο σας

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ