Στις αρχές του 1948 δημιουργήθηκε στον Ελληνικό Στρατό μία ιδιαιτέρως αξιόμαχη ομάδα, με αριθμό ανδρών σε επίπεδο Διλοχίας. Βρισκόμαστε σε μία περίοδο στην οποία οι συμμορίτες ρημάζουν στην κυριολεξία τα χωριά και τις πόλεις της ελληνικής υπαίθρου στερώντας από τους κατοίκους την σοδειά τους, την οποία την κλέβουν ώστε να έχουν προμήθειες για να συνεχίσουν απρόσκοπτα το εθνοκτόνο έργο τους.
Όσοι αρνούνται να παραδώσουν τις προμήθειές τους θεωρούνται «εχθροί του λαού» και «αντιδραστικοί» με συνέπεια να δολοφονούνται από τους αιμοδιψείς κομμουνιστές.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με δεδομένη την εγγενή αδυναμία του τακτικού στρατού να κυνηγήσει αποτελεσματικά τους συμμορίτες οι οποίοι μετά από κάθε εγκληματική τους ενέργεια έβρισκαν καταφύγιο στα δύσβατα βουνά το ΓΕΣ προέβη στην δημιουργία ενός ειδικά εκπαιδευμένου, για αυτό το είδος του πολέμου, την «Διλοχία Κυνηγών».
Την Διλοχία αποτελούσαν επίλεκτοι άνδρες του Στρατού, αλλά και της Βασιλικής Χωροφυλακής υπό την Διοίκηση του Ταγματάρχη του Πεζικού Δημήτρη Μπραήμη. Η μονάδα αυτή ήταν αποδεσμευμένη από τους κλασσικούς, μέχρι τότε, κανόνες πολεμικής εμπλοκής και έτσι είχε, φυσικά και λόγω της εκπαίδευσης αλλά και της αυτοθυσίας των ανδρών της, περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας στην δύσκολη αντιμετώπιση των ληστοσυμοριτών.
Βασική της αποστολή ήταν να εξοντώσουν τις συμμορίτικες ομάδες του διαβόητου «Καπετάν Γιώτη», ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον μετέπειτα Γ.Γ. Tου Κ.Κ.Ε Χαρίλαο Φλωράκη, στην Ρούμελη.
Η Διλοχία έδωσε πολλές και νικηφόρες μάχες αλλά στην προσπάθειά της να καταδιώξει και να εξοντώσει τους συμμορίτες στα λημέρια τους θα παγιδευτεί στην θέση «Δενδρούλι» της Ναυπακτίας από πολυάριθμες ομάδες συμμοριτών, όπου θα τον ηρωικό αλλά και άνισο αγώνα.
Αργότερα στην Διοίκηση του Συντάγματος θα παρουσιαστούν μόνο 17 στρατιώτες, το τι απέγιναν οι υπόλοιποι και ιδιαίτερα οι τραυματίες, για τους οποίους οι μαρτυρίες επιζώντων αναφέρουν ότι σφαγιάστηκαν, μόνο ο «Καπετάν Γιώτης» γνωρίζει.
Ο Γεώργιος Βακαλόπουλος, ένας από τους ελάχιστους διασωθέντες, στο ομώνυμο σύγγραμμά του, περιγράφει με γλαφυρό και «καθηλωτικό» τρόπο τα κατορθώματα, αλλά και την ηρωική θυσία των συμπολεμιστών του και του Διοικητή τους του Ταγματάρχη Πεζικού Δημήτρη Μπραήμη. Το βιβλίο είναι ένας φόρος τιμής και μνήμης από έναν συμπολεμιστή τους.