Τον Σεπτέμβριο του 1687 και συγκεκριμένα στις 15 Σεπτεμβρίου συντελέστηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά του Ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου πολιτισμού. Η καταστροφή του Παρθενώνα. Του αθάνατου μνημείου πολιτισμού της Αρχαίας Ελλάδας από τον Φραγκίσκο Μοροζίνι, δόγη της Βενετίας. Ολόκληρους αιώνες ύψωνε, υψώνει και θα εξακολουθεί να υψώνει την ομορφιά του το μέγιστο αυτό μνημείο του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού ο Παρθενώνας. Κατασκευασμένος στην αρχαία Ακρόπολη των Αθηνών κάτω από το γαλάζιο του Αττικού ουρανού φωτίζει δια μέσου των αιώνων την αιώνια πολιτιστική κληρονομιά της πόλης των Αθηνών αλλά και ολοκλήρου της Ελλάδος. Το θεσπέσιο αυτό μνημείο του πολιτισμού της Αρχαίας Ελληνικής τέχνης πέρασε μέσα από καταιγίδες αλλά και την γαλήνη, τις περιπέτειες αυτής της χώρας και κατόρθωσε να επιβιώσει στις φωτεινές αλλά και στις σκοτεινές ημέρες που ακολούθησαν.
Ο Παρθενώνας, κορυφαία στιγμή της Αρχαίας Ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, μείνει ακέραιος επί 2.125 χρόνια (438 π. Χ. ως 1687). Και μάλιστα στην αρχική αρχιτεκτονική του κατάσταση. Περί τα μέσα του Ε’ η ΣΤ’ αιώνα μετατρέπεται σε χριστιανικό ναό κι’ αφιερώνεται, αρχικά στην Αγία Σοφία και αργότερα στην Παναγία. Οι διαρρυθμίσεις και οι αλλαγές περιορίζονται μόνο στο εσωτερικό. Η είσοδος μεταφέρεται από την ανατολική πλευρά στη δυτική και η οροφή γίνεται θολωτή. Αλλά η αρχική μορφή του ναού παραμένει αμετάβλητη. Στις αρχές του ΙΓ’ αιώνα μετατρέπεται σε καθολική εκκλησία και το 1458 σε τουρκικό τέμενος. Και στις δυο περιπτώσεις οι μεταβολές ήταν εσωτερικές. Χτίστηκε μόνο ένας μιναρές στη δυτική πλευρά του ναού. Έτσι ό Παρθενών είχε μείνει ως εκείνη την «μαύρη Παρασκευή» του 1687, όπως τον είδαν και το σχεδίασαν οι ταξιδιώτες κατά τούς αιώνες της τουρκοκρατίας.
Οι Ενετοί εναντίον των Τούρκων
Το 1684 οι Ενετοί κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών της Ανατολής. Ηγέτης της Βενετίας ήταν ο Φραγκίσκο Μοροζίνι (1618 – 1693) 109ος Δόγης ο αποκληθείς και «Πελοποννησιακός» ο οποίος διεύθυνε τον πόλεμο κατά του Σουλτάνου. Η οικογένεια Μοροζίνι ήταν μία από τις ευγενέστερες της μεσαιωνικής Βενετίας (12ος – 17ος) αιών, η οποία ανέδειξε πλειάδα διακεκριμένων προσωπικοτήτων, ιεράρχες, λογίους, στρατιωτικούς, ναυτικούς ναυμάχους και εξερευνητές. Το αρχικό όνομα της οικογενείας ήταν Μαουροτσένο, Μαουροτσένε ή Μαουροτσένι δηλαδή «Μαυρογένης». Αυτό στην ιταλική γλώσσα μετεβλήθη σε Μοροζίνι. Ένα από τα αξιολογότερα μέλη της οικογενείας αυτής, ίσως το πλέον επιφανέστερο ήταν ο Φραγκίσκο Μοροζίνι.
Ναύαρχος και Δόγης της Βενετίας σε ηλικία 36 ετών ορίστηκε στόλαρχος των Ενετικών ναυτικών δυνάμεων. Αμέσως έθεσε σε λειτουργία το σχέδιο που είχε εκπονήσει περί εκτοπισμού των Τούρκων από το Αιγαίο πέλαγος. Απέτυχε όμως στις πολεμικές του επιχειρήσεις κατά της Μονεμβασιάς, της Χαλκίδος, των Ευβοϊκών λιμένων και των Χανίων. Ο πόλεμος που εξακολουθούσε στη Κρήτη έφθασε σε μεγάλη ένταση με την πολιορκία του Χάνδακα (= Ηράκλειο Κρήτης) την οποία διεύθυνε ο Μέγας Βεζίρης Φαζίλ Αχμέτ Κιουπρουλού. Προς αντιμετώπιση του πολυμήχανου εκείνου Βεζίρη, η Ενετική κυβέρνηση έκρινε επιβεβλημένο να στείλει τον δραστήριο Φραγκίσκο Μοροζίνι, διορίζοντας αρχιστράτηγο των Ενετικών δυνάμενων της Κρήτης τον Δεκέμβριο του 1666. Από τη θέση του αυτή ο Μοροζίνι δεν μπόρεσε να αποκόψει τις θαλάσσιες συγκοινωνίες των Τούρκων και περιορίστηκε στην άμυνα του Χάνδακα. Μετά από αιματηρούς αγώνες και αφού αντιστάθηκε των επιθέσεων δύο ακόμη ετών και 9 μηνών, αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Κατ’ άλλους για να προλάβει νέα έφοδο με πιθανή άλωση και σφαγή της φρουράς και των κατοίκων, κατ’ άλλους προκειμένου να ματαιώσει γαλλικές μηχανορραφίες. Τελικά παρέδωσε τον Χάνδακα (Ηράκλειο) δια της ομώνυμης συνθήκης της Κάντια στις 27 Σεπτεμβρίου του 1669 στις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αμέσως μετά εξήλθε ελεύθερη η φρουρά, καθώς επίσης και οι κάτοικοι της ερειπωμένης πλέον από τους συνεχείς βομβαρδισμούς πόλη.
Όταν επανήλθε εις την Βενετία δικάστηκε με την κατηγορία ότι, λόγω δειλίας παρέδωσε το Ηράκλειο. Αθωώθηκε πανηγυρικώς υπό των δικαστών. Παρέμεινε στην πατρίδα του έχοντας πέσει στην αφάνεια μέχρι της κηρύξεως του νέου Βενετοτουρκικού πολέμου το 1684. Τότε όλες οι ένοπλες δυνάμεις της Βενετίας καθώς και πολλοί Έλληνες ετάχθησαν μαζί του και συγκεντρώθηκαν υπό την αρχηγία του.
Ο Μοροζίνι στην Ελλάδα
Ο Μοροζίνι στις αρχές του 1685 προσέγγισε τις ακτές της Κέρκυρας, όπου ενισχύθηκε με νέους μαχητές μεταξύ των οποίων και 2.000 Έλληνες εθελοντές. Το ίδιο έτος καταλαμβάνει την Λευκάδα. Εν τω μεταξύ ενισχύεται και με νέα στρατεύματα προερχόμενα από την Βενετία υπό τον Σουηδό ναύαρχο Ότο Βίλχελμ Καίνιξμαρκ. Συνεχίζει την πορεία του προς τα φρούρια της Μεσσηνίας τα οποία καταλαμβάνει ένα προς ένα μετά από ασθενεί αντίσταση των Τούρκων. Σταθμεύει στην Μεθώνη και συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο. Στο πολεμικό συμβούλιο αποφασίζεται η προσβολή του Ναυπλίου (πρωτεύουσα της Πελοποννήσου), το οποίο εσπευσμένα άρχισαν να εφοδιάζουν οι Τούρκοι με πυρομαχικά. Ο Μοροζίνι στις 25 Ιουλίου του 1686 αποβιβάζεται στο Τολό. Ανεβαίνει αυθημερόν και αρχίζει να οχυρώνει το Παλαμήδι το οποίο προηγουμένως είχε καταλάβει ο Καίνιξμαρκ. Συγχρόνως αφού αποβίβασε τμήματα στρατού στην ξηρά επετέθη κατά του Άργους το οποίο και κατέλαβε.
Συνεχίσει με τα στρατεύματα του να νικά τους Τούρκους και να καταλαμβάνει τις πόλεις της Πελοποννήσου. Το 1687 έχει καταλάβει την Πύλο, το Ναύπακτο, τον Μυστρά, την Κόρινθο, την Μεθώνη, την Κορώνη, την Πάτρα, το Ρίο, το Ναβαρίνο εκτός της Μονεμβασιάς, η οποία εξακολουθούσε να αντιστέκεται. Συγκαλεί νέο πολεμικό συμβούλιο για το πώς θα εξασφαλισθεί η Πελοπόννησος. Προτείνει ή την τομή του ισθμού ή την ανακατάληψη των Αθηνών. Προτιμήθηκε η ανακατάληψη των Αθηνών και στις 10 Σεπτέμβριου ημέρα Σάββατο του 1687 προσόρμισε με τον στόλο του στον Πειραιά.
Απελευθέρωσης των Αθηνών και η καταστροφή του Παρθενώνα
Οι Αθηναίοι στο μεταξύ είχαν έλθει σε μυστικές επαφές μαζί του. Ένας πολιτισμένος λαός κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό δεν μπορούσε παρά να βλέπει με συμπάθεια μία εκστρατεία από χριστιανικά στρατεύματα που πλησίαζαν φέρνοντας το μήνυμα της ελευθερίας. Την επομένη αποβιβάστηκε ο Μοροζίνι οδηγώντας ο ίδιος το εκστρατευτικό σώμα. Το σώμα αυτό αποτελείτο από 10.000 περίπου άνδρες οι περισσότεροι των οποίων ήταν Γερμανοί μισθοφόροι. Περίπου 900 από αυτούς ήταν καβαλάρηδες. Οι Αθηναίοι υποδέχθηκαν τον Μοροζίνι και τους άνδρες του ως απελευθερωτές.
Αντικρίζοντας οι Τούρκοι από μακριά τις στρατιωτικές δυνάμεις του Μοροζίνι, σπεύδουν αμέσως να εγκαταλείψουν την κάτω πόλη, επειδή τα τείχη της ήταν ανίσχυρα για να μπορέσουν να αντιτάξουν αποτελεσματική άμυνα. Η μόνη τους σωτηρία ήταν η Ακρόπολη και εκεί πήγαν να οχυρωθούν. Θέλοντας να οχυρώσουν καλύτερα την αμυντική τους θέση, έστησαν τα κανόνια τους στα προπύλαια και συγκεκριμένα στην θέση του ναού της Απτέρου Νίκης, τον οποίο δεν δίστασαν να γκρεμίσουν. Η καταστροφή του αρχαίου κάλους είχε ξεκινήσει. Η Ακρόπολη των Αθηνών είχε ήδη μολυνθεί από τα κακότεχνα κατασκευάσματα του απολίτιστου δυνάστη, ο οποίος πήγε εκεί, για να στήσει την γραμμή αμύνης του προκειμένου να αντιμετωπίσει το εκστρατευτικό σώμα του Μοροζίνι.
Ο Μοροζίνι κτύπησε τους οχυρωμένους Τούρκους από δύο σημεία. Από ανατολικά και από δυτικά. Τα κανόνια του τα είχε στήσει σε διάφορα σημεία των Αθηνών. Στο Μουσείο, στην Πνύκα, στον Άρειο Πάγο, κοντά στον Άγιο Διονύσιο και στην οικία του Μητροπολίτη. Από τα σημεία αυτά άρχισε να σφυροκοπά την Ακρόπολη και του αμυνόμενους Τούρκους. Το κακό βρισκόταν πολύ κοντά. Την νύχτα της 26ης προς 27η Σεπτεμβρίου που ήταν πανσέληνος, μια βόμβα –ορισμένοι υποστηρίζουν ότι την έριξε ένας υπολοχαγός από το Λούνεμπουργκ– κατάφερε να διαπεράσει από κάποιο άνοιγμα τη στέγη και να αναφλέξει τη μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας που ήταν αποθηκευμένη στο εσωτερικό του ναού. Η έκρηξη που ακολούθησε άνοιξε τον ναό στα δύο, καταστρέφοντας το τελειότερο κτίσμα της κλασικής τέχνης. Οι Βενετοί, σύμφωνα με τις πηγές, ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Άλλοι φώναζαν «ζήτω η Δημοκρατία», άλλοι «ζήτω ο Καίνιξμαρκ». Συγχρόνως από τις βολές των Βενετών άρχισαν να καίγονται τα κακότεχνα παραπήγματα τα οποία είχαν κατασκευάσει οι Τούρκοι και μόλυναν μέχρι τότε τον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως.
Μια “τυχαία βολή”, όπως την αποκάλεσε ο ίδιος ο Μοροζίνι αργότερα προς την κυβέρνηση της Βενετίας, είχε ως αποτέλεσμα να ανατιναχτεί η τουρκική πυριτιδαποθήκη και μαζί της, τμήμα του Παρθενώνα. Αυτόπτης μάρτυρας στην καταστροφή ήταν ο Σουηδός ναύαρχος Ότο Βίλχελμ Καίνιξμαρκ, ακόλουθος του οποίου θα έγραφε λίγο αργότερα πως, «Πόσο στεναχωρήθηκε η εξοχότητά του -–εννοεί τον Καίνιξμαρκ– που αναγκάσθηκε να καταστρέψει τον ωραίο ναό που για 3.000 χρόνια βρισκόταν χτισμένος εκεί και λέγεται ναός της Αθηνάς! Μάταια όμως! Οι βόμβες έκαναν τη δουλειά τους έτσι που ποτέ πια σ’ αυτόν τον κόσμο ο ναός αυτός δεν θα μπορέσει να ξανακτισθεί!…». Λίγες ημέρες αργότερα, στρατιώτες του Μοροζίνι, επιχείρησαν να αποκαθηλώσουν (ενδεχομένως μετά από εντολή του στρατηγού τους) τμήμα από τη δυτική πλευρά του ναού, στο οποίο απεικονίζονταν τα άλογα της Αθηνάς. Κατά τη διαδικασία και προφανώς, λόγω κάποιων αδέξιων χειρισμών το τμήμα αποσπάστηκε και έπεσε στο έδαφος όπου και θρυμματίστηκε.
Οι πολιορκημένοι εξαντλημένοι και αποδεκατισμένοι μετά από λίγε ημέρες παραδίδονται στον Μοροζίνι υπό όρους. Σύμφωνα με τους όρους αυτούς όλοι οι Μωαμεθανοί 500 περίπου πολεμιστές, 2.500 γυναικόπαιδα και άλλοι άμαχοι εγκαταλείπουν την πόλη των Αθηνών και οδεύουν προς Πειραιά. Στις 4 Οκτωβρίου έχουν βρεθεί τα Ευρωπαϊκά καράβια που θα τους μεταφέρουν στα παράλια της Μ. Ασίας. Εν τω μεταξύ τις στρατιωτικές επιτυχίες του Μοροζίνι επισκίασε για δευτέρα φορά η πανώλη η οποία ξαφνικά εκδηλώθηκε και μεταδόθηκε στο Ναύπλιο και τα περίχωρα από ένα Γαλλικό πλοίο. Η γερουσία όμως της Βενετίας εκτιμώντας τις στρατιωτικές του επιτυχίες, του απένειμε τον τίτλο του ιππότη του Αγίου Μάρκου και την τιμητική επωνυμία του, « Πελοποννησιακού ». Μετά τον θάνατο του Ιουστινιάνι, η γερουσία τον εξέλεξε Δόγη της Βενετίας. Οι Ενετοί όμως δεν έμελε να παραμείνουν για πολύ χρόνο κύριοι των Αθηνών. Τουρκικά καταδρομικά τμήματα από την Θήβα και την Χαλκίδα τους παρενοχλούσαν συνεχώς. Τελικά το 1688 εγκαταλείπουν την πόλη ενώ καραβάνια από Αθηναίους τους ακολουθούν.
Επιστροφή των Τούρκων στην Αθήνα
Οι Τούρκοι ξαναμπαίνουν στην Αθήνα η οποία ήταν σχεδόν έρημη και αφού την λεηλάτησαν της έβαλαν φωτιά. Η πόλη είχε και αυτή την τύχη του Παρθενώνα και παρέμεινε ακατοίκητη για τρία ολόκληρα χρόνια. Ο Παρθενώνας δεν είχε υποστεί μόνο τις καταστροφές του 1867, που είχαν προκαλέσει οι δήθεν απελευθερωτές του Μοροζίνι. Τριάντα ένα χρόνια νωρίτερα είχαν καταστραφεί τα προπύλαια από κεραυνό που ανατίναξε την μπαρουταποθήκη που βρισκόταν σε εκείνο το σημείο. Ο πολιτισμός και η τέχνη δύο και πλέον χιλιάδων ετών πλήρωνε ακριβά την ανυπαρξία πολιτισμού δυτικών Ευρωπαίων και ανατολικών Οθωμανών. Δεν ήταν όμως μόνον οι καταστροφές. Ήταν και οι επιδρομές των δήθεν “πολιτισμένων” Ευρωπαίων, οι οποίοι έκαναν ότι μπορούσαν για να ρημάξει ο Ιερός Βράχος της Ακροπόλεως. Οι διάφοροι αρχαιοκάπηλοι με πρωτεργάτη τον Έλγιν, λεηλάτησαν τα Αρχαία Μνημεία του Ελληνικού Πολιτισμού. Είναι πραγματικά θαύμα πως μετά από τόσες περιπέτειες και καταστροφές τα κατάλοιπα της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης ξαναβρήκαν την παλαιά τους αίγλη.
Το τέλος του Μοροζίνι
Στο μεταξύ όπως προαναφέραμε ο Μοροζίνι είχε εκλεγεί Δόγης της Βενετίας. Τα σύμβολα του αξιώματος του παραδόθηκαν στον Πόρο, όπου είχε ελλιμενιστεί ο στόλος του και μεταφέρθηκαν με το πλοίο « Βουκένταυρος ». Με το ίδιο πλοίο επανήλθε εις την Βενετία για την ανάληψη των υψηλών καθηκόντων του. Κατά την περίοδο της απουσίας του βρήκε ευκαιρία να δράση στην Πελοπόννησο ο πολυμήχανος μπέης της Μάνης Λυμπέριου Γερακάρης. Λόγω αυτού του γεγονότος ο Μοροζίνι, Δόγης πλέον, επιβιβασθείς του « Βουκένταυρου » καταπλέει στο Ναύπλιο και τον Πόρο, προκειμένου να ματαιώσει νέα κατά των Ελλήνων εισβολή του Σερασκέρη με την βοήθεια του Λυμπέριου Γερακάρη. Είχε καταστρώσει λεπτομερώς τα σχέδια των επιχειρήσεων με την συνεργασία του προβλεπτού της Πελοποννήσου Αντωνίου Ζένου. Αιφνιδίως όμως στις 27 Δεκεμβρίου του 1693 πεθαίνει από “παροξυνθείσα λιθίαση” από την οποία υπέφερε λόγω της μακροχρόνιας κοπώσεως του.
Το λείψανό του αφού το ταρίχευσαν το μετέφεραν στην Βενετία και το έθαψαν στον ναό του Αγίου Στεφάνου των Αυγουστίνων. Εις το μνημείο του χαράχτηκε η επιγραφή: «Φραγκίσκω Μαυρογένη Πελοποννησιακώ η Γερουσία, έτει 1694».
Νίκος Παπαγεωργίου
πηγή: εκδόσεις Λόγχη