Το δίλημμα – πρόβλημα στις επετειακές αναφορές είναι η «ακροβασία» ανάμεσα στην Αληθινή Ουσία και το εθιμοτυπικό. Στην πρώτη περίπτωση αντιλαμβάνεσαι την βαθιά έννοια του Μύθου, στην δεύτερη χάνεσαι μέσα στον λαβύρινθο της ανούσιας τυπικότητας. Μια από τις πλέον καθιερωμένες φράσεις όχι μόνο στην εγχώρια, αλλά και στην διεθνή ορολογία είναι και το «πέρασε ακόμη ένας χρόνος». Μια σαφώς «κλισέ» διατύπωση που αφορά μια προκαθορισμένη ημερομηνία. Νέο έτος, γιορτή, γενέθλια, αλλά και θάνατος. Αναπολήσεις μνήμης, απολογισμού, αναλύσεις, εκτιμήσεις για ό,τι πέρασε, για όποιον «έφυγε», για όσα συνέβησαν. Ευχές, ελπίδες, χαρές, λύπες, προσδοκίες για εκείνο που μέλλει να έρθει. Εκείνο(ς), όμως, που «έφυγε», συνέβη όντως έτσι ή μήπως «δείχνει» ότι «έφυγε»;
Καταρχάς, ας διευκρινίσουμε ότι ο νεκρός είναι η αντιπροσώπευση του θανάτου στην γη. Βρίσκοντας ένα μέρος για την ταφή του νεκρού είναι σαν να βρίσκουμε ένα αντίστοιχο μέρος για την έννοια του θανάτου, καθιστώντας κάτι το αφηρημένο σε συγκεκριμένο. Είναι ο Ευριπίδης εκείνος ο οποίος στις «Ικέτιδες» θέτει έμμεσα την ερώτηση τι οφείλουμε στον νεκρό και θεωρεί ότι, εκπληρώνοντας αυτό το καθήκον με ευσέβεια, «οι τιμές στους νεκρούς, τους ζωντανούς στολίζουν», δημιουργούμε μια σύνδεση μεταξύ ζωής και θανάτου. Σύμφωνα με την αντίληψη των Αρχαίων Προγόνων μας, ο άθαφτος νεκρός άνθρωπος δεν μπορεί να βρει την γαλήνη. Θεωρούσαν ότι με το να στερείς την ταφή στον νεκρό είναι σαν να τον βασανίζεις, καθώς όχι μόνο δεν του δίδεις τόπο ανάπαυσης, αλλά ταυτόχρονα ακυρώνεις την μνήμη του, γιατί χωρίς τάφο, ο οποίος θα μαρτυρεί στους μεταγενέστερους τόσο την ύπαρξη όσο και την σημαντικότητά του, είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Εάν, λοιπόν, αντικαταστήσουμε την λέξη και την έννοια της ταφής μ’ αυτήν της μνήμης, μπορεί να γίνει αντιληπτό το νόημα των όσων θα επακολουθήσουν. Ξεχνώντας τους νεκρούς και τα πεπραγμένα τους, λησμονώντας τα (λίγα ή πολλά) λιθάρια που «έχτισαν» στο Κάστρο της Ζωής και των Αξιών που την διέπουν, είναι σαν να τους παραδίδουμε στην λήθη, στον οριστικό χαμό και την πλήρη εξαφάνιση. Η «μάχη» της ζώσας και δημιουργικής ανάμνησης είναι, συν τοις άλλοις, ο αγώνας για την Αυτογνωσία, την ταύτιση με την Συνείδηση και επομένως με την Ευτυχία της Αρετής.
Η προσπάθεια για ανάκτηση, διατήρηση και επέκταση της Μνήμης αποτελεί μέρος της Ιερής προσπάθειας του είδους μας να ενωθεί με το Θείο και να διατηρήσει αλώβητη την Αξιοπρέπειά του. Η απώλεια δυνάμεων που χαρακτηρίζει τους Έλληνες εδώ και αρκετές δεκαετίες είναι αποτέλεσμα (και) του ότι ξεκόψαμε τους δεσμούς μας με την Αρετή, με την Αληθινή Γνώση, με την Τιμή. Πρώτη και κύρια αποστολή μας, λοιπόν, είναι να θυμηθούμε ποιοι ήμασταν, πώς κατακτήσαμε τις αξιοζήλευτες πνευματικές και ηθικές κορυφές μας, τους παντός είδους Ολύμπους που είναι αδύνατον να τους ορειβατήσει ο οποιοσδήποτε ασεβής και άσχετος. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και η αντιμετώπιση απέναντι στους νεκρούς, ιδίως δε απέναντι σ’ αυτούς που μας συντρόφευσαν στους αγώνες και τις μάχες για την επικράτηση των Ιδεών μας. Αν τους ξεχάσουμε, λησμονούμε όχι μόνο αυτούς, αλλά και εμάς τους ίδιους. Αν τους μνημονεύουμε, συνεχίζουν να ζουν ανάμεσά μας και να μας συντροφεύουν σε όλα όσα (εξακολουθούν να) δίνουν νόημα στην πορεία του βίου μας.
Η διάβαση στην «απέναντι όχθη», στην άλλη διάσταση, στην «επιστημονικά» και «ορθολογιστικά» αναπάντητη, βρίσκεται στα σύνορα του Μύθου και της Φαντασίας, χωρίς απαραίτητα να έχει θριαμβευτικό περιεχόμενο, με υπερφυσικά κατορθώματα άτρωτων ηρώων, προκειμένου να μπορεί να αποκτά Αξία και Σημασία. Οι Άνθρωποι εκείνοι που Έζησαν τον Βίο τους χωρίς συναινέσεις παζαρέματος και συμβιβασμούς υποτέλειας και υπερέβησαν με Θάρρος, Αυταπάρνηση και Πίστη τα όρια του «εφήμερου ανθρώπου», υπερβαίνουν σε αυτήν την περίπτωση τόσο τα αντίστοιχα όρια του θνητού χαρακτήρα όσο και του έχοντος λήξη χώρου και χρόνου. Οι Άνθρωποι εκείνοι που κατά την διάρκεια της ζωής τους διήλθαν «διά πυρός και σιδήρου» τα όρια της σύμβασης και του εφικτού, που παρέκαμψαν με τις πράξεις τους τα στεγανά του χρόνου, έχουν κατορθώσει να συντρίψουν την πύλη του Άδη, το βασίλειο της λησμονιάς, να νικήσουν επί της ουσίας τον θάνατο και την ανατριχιαστική – αποπνικτική σκιά του. Μέσα από τον Βίο τους, αψήφησαν τον θάνατο, έγιναν Σύμβολα και κατάκτησαν την Αθανασία της Υστεροφημίας μέσα από την θριαμβική ανάληψη στην μνήμη, την καρδιά και τον νου όλων εκείνων, που όχι μόνο δεν θα τους ξεχάσουν ποτέ, αλλά θα τρέφονται από αυτήν ακριβώς την Άσβεστη Μνήμη που δημιούργησε η συμπεριφορά τους.
Ο Γιώργος Φουντούλης και ο Μανώλης Καπελώνης ανήκουν ακριβώς στην κατηγορία των Αξέχαστων Ανθρώπων που περιγράφηκαν νωρίτερα στην ροή του κειμένου. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η Μνήμη τους και η Τιμή σε αυτήν αποτελεί «καταραμένη» ανάγνωση και έννοια γι’ αυτούς που ελέγχουν τις τύχες του Έθνους μας εδώ και πολλές δεκαετίες. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να υπάρξει η παραμικρή αναφορά στα ονόματά τους, στον μαρτυρικό θάνατό τους, στην θυσία τους, στις αποτρόπαιες συνθήκες δολοφονίας τους. Η ιδιότητά τους ως Έλληνες Εθνικιστές καθιστά απαγορευτική κάθε είδους θετική πληροφόρηση γι’ αυτούς, από εκείνους που έχουν κάθε λόγο να μετατρέψουν την κοινωνία μας σε έναν χώρο λωτοφάγων και λοβοτομημένων. Επομένως, η Τιμή στην Μνήμη τους, η Τιμή στην Μνήμη των Νεκρών Αδελφών μας, αποτελεί Χρέος και Καθήκον για εκείνους που έχουν την Μακρύτερη Μνήμη, που θα κάνουν το παν για να μην ξεχαστούν ΠΟΤΕ όχι μόνο τα ονόματά τους, αλλά και όσα δια μέσω του Βίου τους εξέφρασαν μέχρι το τραγικό τέλος τους.
Τιμώντας έμπρακτα και δια παντός τον Γιώργο και τον Μάνο ενθυμούμαστε, για μία ακόμη φορά, ότι η εξοικείωση με το αναπόφευκτο και -πάνω από όλα- η αδάμαστη θέλησή μας να αποδείξουμε ότι μπορούμε και θέλουμε να Ζήσουμε ενεργητικά και ευεργετικά πριν τον θάνατο είναι η μεγάλη κληρονομιά που αφήνουν σε όλους μας η επίγνωση της ύπαρξης και η αποδοχή του γεγονότος ότι το είδος, το ύφος και το ήθος της τελείας του τέλους είναι που προσδιορίζει την αξία ενός κειμένου και την ανάγκη για μία Νέα (Μεγαλειώδη) Αρχή.
Γιώργος Φουντούλης – Μανώλης Καπελώνης: Αθάνατοι – Αιώνιοι – Αξέχαστοι!
Γιώργος Μάστορας
πηγή: περιοδικό ΑΝΑΚΤΗΣΗ