
Ο καραμανλισμός κατά την μεταπολίτευση, περιθωριοποίησε σκόπιμα, συστηματικά και μεθοδικά τους εθνικιστές και τους πατριώτες, χρησιμοποιώντας ως μέσα από την γραφικόποίησή τους μέχρι ποινικές διώξεις. Από τότε έως σήμερα οι εθνικιστές είναι εγκλωβισμένοι σε αυτό το κατασκευασμένο περιθώριο. Και συχνά, φαίνεται σα να μην θέλουν να απεμπλακούν από αυτό, σα να έχει γίνει ο φυσικός τους χώρος.
Τόσο το “φαινόμενο Καρατζαφέρη” όσο και το “φαινόμενο Μιχαλολιάκου” παρότι ευνοήθηκαν από τις συγκυρίες της εποχής και παρότι στηρίχτηκαν και αναδείχθηκαν από χιλιάδες ανιδιοτελείς αγωνιούντες Έλληνες, δεν κατάφεραν ή πιο σωστά, δεν θέλησαν, να κάνουν εκείνο που θα έβγαζε μια και καλή τους εθνικιστές από το προαναφερθέν περιθώριο: δεν θέλησαν δηλαδή την δημιουργία ενός ισχυρού, συμπαγούς λαϊκού κινήματος. Ενός κινήματος που θα υπήρχε και θα δρούσε ως μοχλός πίεσης και ως φορέας παρέμβασης στον δημόσιο διάλογο. Ενός κινήματος που θα υπήρχε και θα δρούσε πέραν των όποιων συγκεκριμένων κομμάτων και που θα συνέχιζε να λειτουργεί ως διακριτή κοινωνική δύναμη ακόμη και στην περίπτωση που τα “εθνικά κόμματα” στραβοπατούσαν εκλογικά (όπως και συνέβη) ή στην περίπτωση που οι κρατικές διώξεις θα αυξάνονταν( όπως επίσης συνέβη). Ενός κινήματος που τελικά, δεν αποτελεί ένα απροσδιόριστο σημείο, αλλά παγιώνεται μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές και πολιτικές επιλογές.
Οι ευκαιρίες λοιπόν χάθηκαν. Λόγω του αρχηγισμού, λόγω της στείρας ψηφοθηρίας, λόγω μιας εργαλειακής εκμετάλλευσης του σώματος των πατριωτών. Αντί τα κόμματα και οι αρχηγοί να αναδείξουν τον λαό και να υπηρετήσουν τις ανάγκες του, έγινε το αντίστροφο: οι πολυπληθείς πατριώτες έγιναν ο βατήρας για να ανέλθουν πρόσωπα με ίδιον συμφέρον. Η ΝΔ εξήλθε για μια ακόμη φορά νικήτρια και “εγγυήτρια της ομαλότητας”.
Οι ευκαιρίες χάθηκαν, βρισκόμαστε πάλι στο μηδέν, σκόρπιοι και ανίσχυροι, τρώγοντας τις σάρκες μας μέσα στο οριοθετημένο από το καθεστώς περιθώριο, ετερόνομοι και ετεροκαθοριζόμενοι, μέσα σε αυτή την βαβυλώνιο αιχμαλωσία, που τελειωμό και έξοδο δεν έχει, που λύτρωση δεν φέρνει κανένας μεσσίας.
Οι ευκαιρίες χάθηκαν, αλλά η Ιστορία δεν δίδαξε κανέναν. Ακόμα, τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιες νοοτροπίες, οι ίδιοι τσοπάνηδες που φυλάνε τον φράχτη του πολιτικού περιθωρίου, οι ίδιες ανούσιες και ανέξοδες συζητήσεις, τα “παραγοντιλίκια”, οι “αρχηγίσκοι”, τα κόμματα “μανιτάρια”, τα κόμματα χωρίς μέλη, τα κινήματα χωρίς οπαδούς.
Την μια θα είναι ο Τζήμερος με τον Κρανιδιώτη, την άλλη θα είναι οι αόριστες υποσχέσεις του Πλεύρη, την παράλλη θα είναι ο ανώνυμος/επώνυμος σχολιαστής/υβριστής που θα ξεκατινιάζεται/ξεφτιλίζεται σε διαδικτυακούς τόπους, την άλλη θα είναι αυτοί που λυσσάνε για να γλείψουν ένα ξεροκόμματο από τις εξουσιαστικές παραφυάδες.
Και τις στιγμές αυτές, που ο καθένας κάνει το χόμπυ του ή εκτονώνεται ή φαντασιώνεται, το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα και η ιδέα του εθνικισμού φθείρονται και υβρίζονται.
Πέρα από την κριτική και τον μηδενισμό ωστόσο, η μόνη πρόταση που μπορεί να έχει κάποιο αντίκρυσμα, είναι να γίνουμε πιο αυστηροί με τους εαυτούς μας, να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν, είναι να σταματήσουμε να θεωρούμε αυτόν τον χώρο, σαν “δικό μας χώρο”, και αυτά τα πρόσωπα, σαν “δικά μας πρόσωπα”. Ας απαξιώσουμε έτι περαιτέρω νοοτροπίες και πρόσωπα που διαιωνίζουν την περιθωριοποίηση, την λογική του φτωχού συγγενή, την λογική των κομματιδίων και την λογική του ξυπόλυτου μεσσία. Γιατί, ενόσω βρίσκεται κανείς μέσα στο φάσμα της βαβυλωνίου αιχμαλωσίας, ακόμα κι αν ο μεσσίας έρθει, κανείς δεν θα το αντιληφθεί.