Ο Ανδρέας Γεωργίου φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Αναρίτας και εργαζόταν ως ζαχαροπλάστης στη Λευκωσία, όπου και άρχισε τη δράση του στην ΕΟΚΑ.
Η πρώτη επίθεσή του εναντίον Άγγλων στρατιωτών έγινε με σφενδόνη εναντίον αγγλικής περιπόλου στη γενέτειρά του, οπότε πλήγωσε Άγγλο στρατιώτη. Μια Τουρκάλα γειτόνισσά του, φίλη της μητέρας του, η Χαϊρέ Ουσεϊνή, του πρόσφερε άλλοθι και απέφυγε τη σύλληψη.
Αργότερα απέσπασε από Τούρκο επικουρικό το υπηρεσιακό του περίστροφο, στο χωριό Φοίνικας. Αυτό είχε μεγάλη σημασία λόγω της έλλειψης οπλισμού που είχε τότε η Οργάνωση.
Στις 30 Οκτωβρίου 1956, είχε στήσει ενέδρα στο δώμα ενός σπιτιού δίπλα από το δρόμο, περιμένοντας την περίπολο Άγγλων στρατιωτών, που περνούσε από το χωριό του. Κρατούσε βόμβα επιτόπιας κατασκευής στο χέρι, έτοιμος να τη ρίψει. Ήταν πέντε η ώρα, όταν εμφανίστηκε η περίπολος και ο Ανδρέας πυροδότησε τη βόμβα του. Τη στιγμή όμως που ανασηκώθηκε να τη ρίψει, Άγγλος στρατιώτης από το αυτοκίνητο της περιπόλου πέταξε καραμέλες στα παιδιά του δημοτικού σχολείου, που είχαν σχολάσει από το απογευματινό τους μάθημα και αυτά έτρεξαν κοντά στο αυτοκίνητο να τις πάρουν. Ο Ανδρέας προσπάθησε να ρίψει την αναμμένη βόμβα σε διπλανό ερειπωμένο, ακατοίκητο σπίτι. Η βόμβα όμως εξερράγη στο χέρι του και τον σκότωσε.
Αξιοθαύμαστη είναι η αντιμετώπιση του θανάτου του από την ίδια τη μητέρα του που είπε χαρακτηριστικά : “Ευγνωμονώ το Θεό, τόσο εγώ όσο και όλοι οι συγχωριανοί μου, που το παιδί μου προτίμησε να σκοτωθεί παρά να σκοτώσει τα μωρά του κόσμου. Μη κακόν, αν έριχνε τη βόμβα του θα σκοτώνονταν πολλά παιδιά, μαζί και η μικρή του αδελφούλα, που τόσο την αγαπούσε ο Ανδρέας μου”.