Σε μία σεμνή τελετή στο αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών, τιμήθηκε το βράδυ της Τρίτης η 83χρονη Ερμιόνη Πρίγκου από την Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου. Η γυναίκα που επί 74 φυλάει και φροντίζει τους τάφους έξι Ελλήνων στρατιωτών που σκοτώθηκαν το 1941 στην αυλή του σπιτιού της.
Ήταν μόλις εννέα χρονών, στη δίνη του ελληνοϊταλικού πολέμου, όταν η κυρία Ερμιόνη Πρίγκου, βοήθησε τον πατέρα και την μητέρα της να θάψουν τα σώματα έξι Ελλήνων στρατιωτών, που έχασαν τη ζωή τους από εχθρικό όλμο, στον Σκουταρά της Χειμάρρας.
«Στο σπίτι μας έμεναν Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες, ενώ στο διπλανό κτήμα μας, υπήρχαν ελληνικά χαρακώματα. Μια χούφτα Έλληνες κρατούσαν άμυνα, έχοντας απέναντι τους 500 και πλέον Ιταλούς Ο πατέρας μου βοηθούσε και μάλιστα ήταν και οδηγός του Ελληνικού Στρατού. Και οι Ιταλοί είχαν πολλούς νεκρούς. Σε μια επίθεση με εχθρικό όλμο, σκοτώθηκαν έξι στρατιώτες που ήταν μέσα στο χαράκωμα. Τα ξέραμε τα παλικάρια αυτά. Ο Ανδρέας Προβατάς ζούσε ακόμη. Μέσα στα αίματα έδωσε το πορτοφόλι στον πατέρα μου, για να το παραδώσουμε στους δικούς του. Μετά ξεψύχησε. Τους μαζέψαμε και τους θάψαμε σε δύο τάφους που ανοίξαμε βιαστικά. Από τότε έως σήμερα, μας συντροφεύουν» λέει η κυρία Πρίγκου, που έως το 1990 και τη πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβερ Χόζτα, κρατούσε «επτασφράγιστο» το μεγάλο μυστικό που έκρυβε στο κτήμα της, κάτω από τις ελιές. «Ακολουθήσαμε τον Ελληνικό Στρατό κατά την υποχώρηση του, μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα το 1941. Αργότερα επιστρέψαμε στη Χειμάρρα και οι Ιταλοί συνέλαβαν τον πατέρα μου και τον έβαλαν φυλακή για ένα χρόνο σχεδόν στα Τίρανα. Μετά οι Αλβανοί του Χότζα μας εξόρισαν για 4,5 χρόνια και το σπίτι μας επιτάχθηκε. Όταν επιστρέψαμε το βρήκαμε κατεστραμμένο. Οι Αλβανοί όμως δεν είχαν εντοπίσει τους τάφους των έξι Ελλήνων στρατιωτών και αυτό ήταν βάλσαμο για εμάς. Παρά τα βάσανα μας» λέει.
Τα ονόματα των παλικαριών Δημήτριος Σελάς (καταγωγή Αρχαίες Κλεωνές Κορινθίας), Νικόλαος Βουρλούμης (Κουμάνι Ηλείας), Σταύρος Καντάς Σταύρος (Μελλίκια Λευκίμης Κέρκυρας), Παναγιώτης Αλογογιάννης (Καμάρι Κορινθίας), Ανδρέας Προβατάς (Αγραφούς Κέρκυρας) και Ματθαίο Λαγό Ματθαίος (Πόρο Τροιζηνίας).
«Η συχωρεμένη μάνα μου, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα άναβε κρυφά κεριά στους τάφους και κάθε Εθνική Εορτή της Ελλάδας μοιρολογούσε τα παλικάρια που δεν γύρισαν ποτέ στα σπίτια τους. Όλα αυτά μυστικά, γιατί αλίμονο μας εάν οι Αλβανοί του Χότζα μας ανακάλυπταν. Μετά τον πόλεμο ήρθαν αρκετές φορές στο σπίτι, ρώτησαν έψαξαν αλλά έφευγαν άπρακτοι» συμπληρώνει, φέρνοντας στο νου τα δύσκολα «πέτρινα» χρόνια, για τους Έλληνες της Χειμάρρας, που το 1945 αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο δημοψήφισμα του Χότζα, με αποτέλεσμα να τους αφαιρεθούν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα, τα οποία έως σήμερα συνεχίζει να καταπατεί η Αλβανία.
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η οικογένεια Πρίγκου αρχίζει να αναζητεί συγγενείς των νεκρών στρατιωτών, ενώ με πρωτοβουλία της Νεολαίας της «Ομόνοιας», του κόμματος της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, αναγέρθηκε στο κτήμα της κυρίας Πρίγκου, δίπλα στους τάφους ένα λιτό μνημείο για τους έξι ήρωες, πάνω στο οποίο χαράχτηκαν τα ονόματα τους. «Το μνημείο αυτό, ήταν επιθυμία του πατέρα μου πριν κλείσει τα μάτια του. Το ελάχιστο που μπορούσαμε να κάνουμε για αυτά τα παιδιά που έμειναν για πάντα στην αυλή του σπιτιού μας. Φυτέψαμε και μια μυρτιά δίπλα από τους τάφους, για να έχουν σκιά τα καλοκαίρια οι ήρωες μας».
πηγή: cyprustimes.com