ΚΟΥΠΕΣ 1821-2021

Για να μαθαίνουν οι “μετριοπαθείς” πως αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν οι καλοί γείτονες Τούρκοι, τους Έλληνες στρατιωτικούς αιχμαλώτους…
Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από τις συγκλονιστικές μαρτυρίες του Κύπριου  Κώστα Τζαβέλα, για το διάστημα που είχε μείνει αιχμάλωτος των Τούρκων.
Ο Κώστας Τζαβέλας είχε γεννηθεί στην Κερύνεια και υπηρετούσε ως έφεδρος αξιωματικός το 1974.. Αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους του Αττίλα και γνώρισε την κόλαση των τούρκικων φυλακών, στην οποία έχουν ριχτεί σήμερα και οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί και πέθανε τον Οκτωβριο του 2014.

Κατεχόμενος αστυνομικός σταθμός Κερύνειας  23 Ιουλίου 1974
…Μια μέρα από την σύλληψη μου από τα στρατεύματα εισβολής. Έξω από το κτίριο είμαστε γύρω στα είκοσι άτομα δεμένα ,χέρια πόδια και πετάμενοι κάτω στο χώμα. Οι τούρκοι στρατιώτες της εισβολής περνούσαν από δίπλα μας λερωμένοι, καταϊδρωμένοι και αφού μας έφτυναν,μερικοί μας κατούρησαν, μας κλωτσοκοπούσαν μετά μανίας μέχρι που έφευγαν φέτες κρέα από επάνω μας.
Σχεδόν είχε νυχτώσει όταν κάποιος νεαρός ψευδοαστυνικός ήρθε από επάνω μου και με ρώτησε εάν θέλω νερό.Φυσικό ήταν να θέλω νερό έπειτα σχεδόν από 48 ώρες χωρίς νερό,
Τον πήρε το μάτι μου να φέρνει κοντα μου ένα λάστιχο και αφού άνοιξε την βρύση το έβαλε στο στόμα μου.Το νερό έμπαινε με δύναμη στο στόμα μου και έπινα και έπινα μέχρι που σε μια στιγμή ήθελα να το βγάλω αλλά δεν μπορούσα γιατί τα χέρια μου ήταν δεμένα πισθάγκωνα πίσω.
Το έβγαλε όμως ο ψευδοαστυνοκός και μετά έκλεισε την βρύση.Τότες του είπα δώσε και στους άλλους. Με κοίταξε,σκέφτηκε λίγο και ξανάνοιξε την βρύση και έδωσε νερό και στους άλλους.
Σε κάποια στιγμή με ρώτησε « Κώστα δεν με κατάλαβες;» εγώ του είπα όχι ποιος είσαι. Αυτός μου είπες τότες « ξέχασες ότι την περασμένη βδομάδα παίζαμε ποδόσφαιρο στα φύκια :» Φύκια ήταν η τοποθεσία πίσω από το κάστρο της Κερύνειας που παίζαμε ποδόσφαιρο τα καλοκαιρινά απογεύματα.

Τότες εγώ του είπα ότι τόσο καιρό που παίζαμε ποδόσφαιροδεν ήξερα ότι είσαι αστυνομικός και με την στολή δεν σε κατάλαβα.
Όταν έφθασε η ώρα της δικής μου ανάκρισης με πήραν σηκωτό και με έβαλαν σε ένα δωμάτιο μπροστά από ένα γραφείο . Αμέσως με έδεσαν στην καρέκλα από την μέση, τα χέρια ήταν δεμένα ήδη πισθαγκωνα ,έδεσαν και τα πόδια πάνω στα πόδια της καρέκλας λές και θα πετούσα να φύγω.
Σε λίγη ώρα όμως «πέτασα» στα ουράνια από το ξύλο με το να με κτυπούν με το κοντάκι επάνω στο κεφάλι. Σε κάθε κτύπημα νόμιζα ότι πετούσα στον ουρανό και μετά προσγειωνόμουνα στη γη.
Οι ερωτήσεις ήταν ανόητες όσο ανόητοι ήσαν και οι δήθεν ανακριτές. ΄Ο ένας ανακριτής ήταν τούρκος πρώην αξιωματικός του Κυπριακού στρατού και πρώην συνάδελφος του συγκροτούμενου μου υπολοχαγού Φωτιάδη.
Ανάμεσα στους ανακριτές και ο Οσμάν Ορέκ πρώην υπουργός της πρώτης Κυπριακής Κυβέρνησης.
Η ανάκριση δεν ήταν ανάκριση. Έκαναν ερωτήσεις που ήξεραν τις απαντήσεις λόγω κατασκοπίας. Ανόητες ερωτήσεις από ανεγκέφαλους ερωτώντες.
Μετά το μαρτύριο ξανά έξω στην αυλή πετάμενοι και έρμαιο στις ορέξεις των τούρκων εισβολέων.
Σε κάποια στιγμή μας σήκωσαν και εμένα με έβαλαν σε ένα λαντ ρόβερ και τους υπόλοιπους τους είδα να περπατάνε απέναντι του δρόμου μέσα στα χωράφια. Τους συνάντησα την επόμενη το απόγευμα μέσα σε μια μάντρα απέναντι από τον ψευδοαστυνομικό σταθμό Μπογαζίου.

Το λάντ ρόβερ ξεκίνησε και αφού ανηφόρησε τον Πενταδάκτυλο με οδήγησαν στον αστυνομικό σταθμό Κερύνειας πού ήδη είχε καταληφθεί από παλικάρια της ΤΜΤ.Με έριξαν στο πάτωμα κάτω από το κλήμα φυσικά με το ανάλογο κλωτσοκόπημα, σε τουρκικό στυλ.

24 Ιoyl;ioy 1974
…Αφού με έδεσαν στον τόπο κράτησης μου στην Αγύρτα-Μπογάζι με έβαλαν σε ένα κλοπιμαίο Αυτοκίνητο COMMER και με πήραν πίσω στον Αστυνομικό Σταθμό Κερύνεια όπου τον είχαν επανδρώσει με ψευδοαστυνομικούς του Ντεκτάς.
Με κατέβασαν και με οδήγησαν κιάτω από μια μικρή κληματαριά η οποία βρισκόταν δίπλα από το γραφείο παραπόνων, στα δεξιά του.
Εκεί μερικοί άγριοι με άρπαξαν από τα πόδια και με έδεσαν στην κληματαριά με τα πόδια ψηλά και τα χέρια μου τα έδεσαν πίσω από την κάθετη σωλήνα της κληματαριάς πισθάγκωνα. Το κεφάλι μου ακουμπούσε στο έδαφος. Δηλαδή στηριζόμουν στην ουσία από το σβέρκο και το κεφάκι.
Κάποιος μου έδωσε μερικές κλωτσιές στην μέση και μετά έφερε μια κουβέρτα από τα κρατητήρια που ήταν δίπλα και μου την έριξε στο πρόσωπο.
Η αλήθεια ότι εγώ δεν σκεφτόμουν τίποτα γιατί από τα κτυπήματα στο κεφάλι κατά την μεταφορά μου νόμιζα ότι πετούσα όπως τα πουλιά.
Μου έριξαν και νερό στην κουβέρτα που θα ήταν μάλλον κατούρημα με τον τρόπο που έπεφτε.
Με άφησαν εκεί δεν θυμάμαι για πόσο όπου ξαφνικά με έφερε στην πραγματικότητα μια δυνατή κλωτσιά στο πρόσωπο. Πόνεσα αφάνταστα όπου ακόμη μια κλωτσιά πάλι στο πρόσωπο με έκανε να φωνάζω από τους πόνους. Οι κλωτσιές έπεφταν βροχή και δεν θυμάμαι για πόσο συνέχισε αυτό.
Όταν συνήλθα το στόμα μέσα ένοιωθα κάτι σαν πετραδάκια. Στην ουσία ήταν μερικά δόντια τα οποία δεν μπορούσα να καταπιώ λόγω της στάσης που ήμουνα.
Αυτά τα ανακάλυψα όταν με φόρτωσαν ξανά και με πήραν πίσω στην περιβόητη μάντρα στην Αγύρτα-Μπογάζι.
Όταν εκεί είδαν το πρόσωπο μου όλοι φοβήθηκαν από τα αίματα και μου έλεγαν ότι το πρόσωπό μου είχε φουσκώσει από το ξύλο πάρα πολύ και ότι είχα χάσει και αρκετά δόντια.
Ανάμεσα στους βασανιστές και ο καρντάσης συνομιλητής για λύση του Κυπριακού.

Ο αδελφός μου Αντρέας 10 χρονών ήταν εγκλωβισμένοςστην Κερύνεια με την μητέρα μας,την θεία Μαρούλα Κυπριανού ( η τελευταία ηρωϊκή εγκλωβισμένη της Κερύνειας ) ζωηρός όπως ήταν ξέφυγε της μητέρας μας και βγήκε στην ερειπωμένη Κερύνεια για να μαζέψει κάλυκες. Έφθασε μέχρι και στο Δημαρχείο της Κερύνειας, περίπου πέντε λεπτά δρόμο από το σπίτι μας και στα ανατολικά του Δημαρχείου πρόσεξε ένα νεκρό δίπλα από το περιτείχισμα του τουρκικού νεκροταφείου της Κερύνειας κοντά στην αγγλικανική εκκλησία. Αμέσως έτρεξε πίσω στο σπίτι και είπε στην μητέρα μας « μάμμα κοντά στο Δημαρχείο έχει ένα νεκρό και μοιάζει του Κωστάκη» Δηλαδή ο νεκρός έμοιαζε με εμένα.
Αμέσως η μητέρα μας παρακάλεσε τον Σούλο – Χαράλαμπο ,τουρκοκύπριο βαφτισμένο χριστιανό παντρεμένο με Ελληνίδα την Στέλλα από το 1945 να πάει να δεί.
Πράγματι ο Σούλος – Χαράλαμπος πήγε και όταν επέστρεψε είπε στην μητέρα μας « το είδα δεν είναι ο Κωστάκης κάποιος άλλος είναι και μοιάζει του Κωστάκη γιατί πρίστηκε λίγο από τον ήλιο». Βλέπετε ο ΑΛΛΟΣ ήταν ήδη σε τυμπανιαία κατάσταση.

26 Ιουλίου 1974
Στις 24 Ιουλίου μετά τις ανακρίσεις και τους ξυλοδαρμούς στον αστυνομικό σταθμό Κερύνειας με πήραν στο Μπογάζι καιμε έριξαν σε μια μάντρα όπου εκεί συνάντησα φίλους, συστρατιώτες και άλλους Κερυνειώτες.
Αφού είπαμε ο καθένας τα δικά μας προσπαθήσαμε να βρούμε κανένα τρόπο να καθαρίσουμε τις πληγές μας αλλά μάταια. Μέσα στη μάντρα μόνο κόπρανααπό τα αρνιά είχε.
Στις 26 Ιουλίου 1974 γύρω στις 5-6 το απόγευμα ήρθε ένας στρατιωτικός με ένα τουρκοκύπριο ψευδοαστυνομικό και αφού με φώναξαν ονομαστικά με πήραν στον ψευδοσταθμό και αφού με έδεσαν ,χέρια μάτια και πόδια με αφήσαν έξω στην αυλή.
Δεν πέρασε αρκετή ώρα και με πέταξαν μέσα σε μια κάσια αυτοκινήτου όπως πετάει κάποιος ένα σάκκο αλεύρι.

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και το οδηγούσαν μέσα από τα χωράφια,το κατάλαβα γιατί πήγαινε όπως την βάρκα μέσα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα.Στην κάσια ήταν μάλλον και 2 στρατιώτες οι οποίοι με κορόιδευαν (όσο νάνε καταλάβω τα τούρκικα γιατί ζούσα κοντά σε τούρκικη γειτονιά στην Κερύνεια).
Κάποτε το αυτοκίνητο σταμάτησε και με πέταξαν έξω.
Άκουα πολλές φωνές ,βρισιές,κλωτσιές πολλές και κάποιος με ρώτησε «πόθεν είσαι;», «τζιύρης ποιος είναι;»
Εγώ του είπα και αυτός μου είπε «ξεχαστους όλλους».
Σε κάποια στιγμή ένοιωσα ένα πόνο στο δεξί το πόδι και κάτι να τρέχει.Δεν μπορούσα να δω ,αλλά και ούτε να αγγίξω αφού ήμουνα δεμένος. Άκουα φωνές καβγάδες και σε λίγο πάλι πίσω στην κάσια του αυτοκινήτου και πάλι ανώμαλη διαδρομή.Σταμάτησε σε κάποια στιγμή και με άφησαν μέσα στην κάσια δεν θυμάμαι πόσες ώρες.
Όταν ξημέρωσε με πέταξαν έξω από την κάσια και αφού μου έλυσαν τα μάτια,χέρια και πόδια με ξαναπέταξαν μέσα στην μάντρα με τους άλλους.
Με είχανε λογχίσει στο δεξί το πόδι,το τραύμα ήταν διαμπερές και είχα μια πληγή περίπου 10 εκατοστά.
Είχα γλυτώσει την εκτέλεση στο χωριό Πιλέρι.(Μαρτυρία Χαλίλη,τουρκοκύπριου αστυνομικόυ)

Φυλακές Αδάνων 2 Αυγούστου 1974
…όταν σταμάτησε η φάλαγγα του τρόμου από την Μερσίνα μέχρι τις φυλακές των Αδάνων άρχισαν να κατεβάζουν τους αιχμαλώτους από τα καμιόνια. Στην ουσία μας πετούσαν έξω όπως τα τσουβάλια.
Κατά την διαδρομή από την Μερσίνα μέχρι τα Άδαναχιλιάδες άγριοι μας περίμεναν σε κάθε χωριό όπου τα αυτοκίνητα έκαναν ξεπίτηδες στάση για να μπορέσουν οι άγριοι της Ανατολίας να μας φτύσουν, να μας δείρουν, να μας λογχίσουν με τα μαχαίρια τους και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Σε κάποια στιγμή έφτασε και η σειρά του αυτοκινήτου που βρισκόμουν να ξεφορτωθεί.
Μας τραβούσαν ένα ένα δύο τρία άτομα και μας πετούσαν κάτω, Εκεί άλλοι άγριοι στρατιώτες μας έβγαζαν τα μαντήλια από τα μάτια και έκοβαν τα σχοινιά από πόδια και χέρια.
Όταν μου έκοψαν τα σχοινιά από τα χέρια τα οποία ήταν δεμένα σφικτά πισθάγκωνα και έπεσαν στο πλάι τα χέρια μου είδα τους καρπούς μου πρησμένους και κομμάτια σχοινί μέσα στις σάρκες.
Τα σημάδια υπάρχουν μέχρι σήμερα.

Μας οδηγούσαν με ξύλο και κοντακιές στην είσοδο των φυλακών όπου οι ηλίθιοι μας έκαναν και σωματική έρευνα. Μετά ο διερμηνέας πάντα ανάμεσα σε ξύλο και κοντακιές μας έλεγε ότι θα ακολουθούμε τον διάδρομο τρέχοντας μέχρι να πάμε στην αυλή όπως μας είπε.

Έτσι και έγινε. Μόλις μπαίναμε μέσα από την είσοδο αρχίζαμε να τρέχουμε όσο φυσικά μπορούσαμε ακολουθούντος ένα διάδρομο όπου περνούσαμε ανάμεσα από στρατιώτες οι οποίοι μας κτυπούσαν βάναυσα και οι φωνές μας πρέπει να ακούγονταν σε όλη την επικράτεια των Αδάνων. Κυριολεκτικά ήταν μια διαδρομή τρόμου, αγωνίας και ξύλου.
Κάποτε φθάσαμε σε μια εσωτερική αυλή των φυλακών όπου μας έβαζαν να καθίσουμε χάμω.
Είμαστε 375 άτομα. Τέσσερα άτομα ήταν σε φορεία και ένας 75χρονος ο ποίος συνελήφθη γιατί είχε ένα τατού με την Ελληνική σημαία στο δεξί του χέρι κειμήλιο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σε λίγο όλοι είμαστε εκεί ανάμεσα σε άγρια ζώα με επικεφαλείς κουφιοκεφαλάκηδες αξιωματικούς. Όλοι είχαμε τα κακά μας χάλια. Εγώ με πρησμένα χέρια, με πληγωμένα γόνατα από τα οποία έλειπαν κομμάτια από σάρκες και με λειψά δόντια.
Και ξαφνικά με άρπαξαν δύο στρατιώτες και με πήραν σε ένα θάλαμο όπου υπήρχε μια βρύση.
Μου έδωσαν ένα κουβά και μια κουτάλα και μου έδωσαν να καταλάβω ότι έπρεπε να δώσω νερό σε όλους.
Μια φωτογραφία μου ενώ στέκομαι στην μέση της αυλής και κρατούσα το λάστιχο μπήκε πρωτοσέλιδη σε μια τουρκική εφημερίδα.
Γέμισα τον κουβά και με έβγαλαν έξω και άρχισα να δίνω από μια κουτάλα νερό στον κάθε ένα αιχμάλωτο. Ήταν το πρώτο νερό μετά από δύο μέρες . Όλοι ήθελαν περισσότερο νερό. Εγώ πηγαινοερχόμουν και γέμιζα τον κουβά ξανά και ξανα και ξανά. Σε κάποια στιγμή έφεραν ακόμη τρείς κουβάδες και τρείς κουτάλες και έτσι όλοι ήπιανε νερό που τόσο είχαν ανάγκη.

Μετά το νερό μας έφεραν από μια κουταλιά βραστά φασόλια να φάμε. Έδωσαν στον κάθε ένα από ένα πλαστικό πιάτο και ένα ξύλινο κουτάλι. Μετά τα φασόλια μας είπαν ότι θα κάνομε μπάνιο και θα μας δώσουν και ρούχα.
Βάλανε ένα λάστιχο και το έφεραν στην μέση της αυλής όπου πάλι με φώναξαν και αφού με οδήγησαν στην μέση της αυλής άρχισαν να περνούν ένας ένας και να κάνουν υποτίθεται μπάνιο με κρύο νερό οι αιχμάλωτοι.Τα ρούχα τους τα έβαζαν σε μια σωρό αφού θα μας έδιναν άλλα. Και ξαφνικά ενώ σχεδόν όλοι είχαν ήδη κάνει μπάνιο και νομίζω είχε μείνει ο Παπά Μπαρής η αυλή γέμισε με δημοσιογράφους.
Έβγαζαν φωτογραφίες και έπαιρναν σκηνές από το όλο θέαμα.

Μια φωτογραφία μου ενώ στέκομαι στην μέση της αυλής και κρατούσα το λάστιχο μπήκε πρωτοσέλιδη σε μια τουρκική εφημερίδα. Μου την έδειξε ο διερμηνέας σε μια δυό μέρες μετά από αυτό. Έφερε την εφημερίδα στον θάλαμο και αφού με φώναξε μου την έδειξε.
Μετά από το μπάνιο μας είπαν να βάλομε τα δικά μας ρούχα γιατί δεν θα μας έδιναν άλλα. Έτσι και έγινε. Μετά άρχισε το μαρτύριο της εγγραφής μας στα βιβλία τους. Έφθασε και η σειρά μου και όταν δεν κατάφεραν να γράψουν το όνομα μου στο βιβλίο μου έδωσαν το βιβλίο να το γράψω μόνος μου με λατινικούς χαρακτήρες φυσικά. Τότες ο διερμηνέας μόλις το διάβασε μου είπε «εσύ έχεις αρχαίο όνομα» και εγώ αφηρημένα τον ρώτησα που το ξέρει και τότες αυτός αγρίεψε και άρχισε να με βρίζει και να με κτυπά.
Μετά μας έβαλαν σε θαλάμους. Είκοσι διπλά ξύλινα κρεβάτια 80 άτομα στον θάλαμο. Κρεβάτια λερωμένα, βρωμισμένα αηδιασμένα.
Εγώ δεν βρήκα κρεβάτι και έτσι κοιμόμουνα στο τσιμέντο μέχρι την μεταφορά μας στις φυλακές της Αμάσειας τέλος Αυγούστου.
Μέσα στον θάλαμο υπήρχε μία τρύπα για τις ανάγκες μας χωρίς χαρτί υγείας, χωρίς σαπούνι και χωρίς πετσέτα. Απλά δίπλα από την τρύπα υπήρχε μία βρύση η οποία απείχε από το δάπεδο μια σπιθαμή.
Όταν με χίλια βάσανα δώσαμε στον διερμηνέα να καταλάβει ότοι θέλαμε χαρτί υγείας αυτός απλά μας είπε : «ΜΕ ΤΗΝ ΖΑΒΡΑ ΤΗΝ ΣΙΕΡΑ ΣΑΣ ΝΑ ΠΙΑΝΕΤΕ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΣΠΑΛΙΑΤΕ ΤΟΝ ΚΟΛΟΝ ΣΑΣ».
Έτσι ακριβώς μας είπε και έτσι ακριβώς κάναμε για όσο καιρό είμαστε στην τουρκία. Χωρίς σαπούνι, χωρίς μια πετσέτα και χωρίς χαρτί υγείας………

Στα Άδανα ήμουνα στον θάλαμο ένα. 40 κρεβάτια 80 άτομα. Κοιμόμουνα στο πάτωμα πάνω στο τσιμέντο χωρίς ένα ρούχο μόνο με το σώβρακο και μια φανέλλα.
Όταν ξημέρωνε δοκίμαζα να κοιμηθώ σε κρεβάτι που άδειαζε αλλά έπρεπε να κοιμάμαι ανάσκελα γιατί εάν κοιμόμουνα μπρούμυτα κολλούσαν οι πληγές από τα γόνατά μου επάνω στο στρώμα. Ο θάλαμος είχε προθάλαμο όπου υπήρχε το «εστιατόριο».

Μας έβγαζαν έξω να περάσομε δίπλα στο «εστιατόριο» για να φάμε αλλά μέχρι να πάμε στο «εστιατόριο» ,μας έσπαζαν από το ξύλο.
Το τραπέζι ήταν τσιμεντένιο και οι πάγκοι επίσης τσιμεντένιοι. Τις πιο πολλές φορές οι στρατιώτες αφόδευαν πάνω στο τραπέζι ή έριχναν κανένα ποντικό ή σκουπίδια στο φαγητό.Το φαγητό ήταν νερόβραστες μελιτζάνες (βαζάνια) χωρίς λάδι μόνο με μπόλικο αλάτι. Η ποσότητα ήταν δυο τρείς μπουκιές.Αυτό ήταν όλο.Μερικές φορές ήταν ρεβύθια με πέτρες και ξύλα μέσα.

Δεν είχαμε χαρτί υγείας,ούτε σαπούνι,ούτε ρούχα,ούτε πετσέτα για όσο διάστημα είμαστε εκεί. Ευτυχώς είχαμε νερό.Μόνο νερό. Υπήρχε ένα μόνιμος στρατιωτικός γιατρός,υπολοχαγός,τουρκοκύπρίος από τις Αρόδες της Πάφου αλλά μόνο μας κλωτσούσε δεν μας προσέφερε τίποτα άλλο. Μόνο κλωτσιές και για αυτό τον φωνάζαμε ο «γιατρός της κλωτσιάς».
Στις φυλακές της Αμάσειας μόνιμος ,λοχαγός στον τουρκικό στρατό ήταν και ο γιός του Ελλί Τόρτη τούρκου μπακάλη από την Πάνω Κερύνεια. Ούτε που μας ήξερε. Ξ’υλο και πάλι ξύλο από «γείτονα».
Ο διοικητής των Αδάνων όταν θα φεύγαμε για να πάμε στην Αμάσεια μας είπε επί λέξει « καλύτερα μια σφαίρα για τον καθένα σας ,είναι πιο φθηνά για μας παρά να σας ταίζομε».
Τότες πετάχτηκα αυθόρμητα επάνω και του είπα θυμωμένα « δεν ήξερα ότι τα βαζάνια εν πιο ακριβά που τις σφαίρες στην τουρκία». Όταν ο διερμηνέας του το μετάφρασε ο ίδιος ο διοικητής με κλωτσοκόπησε με τόση δύναμη που ακόμη θα πονάνε τα πόδια του.

13 Αυγούστου 1974 Άδανα
Στις 13 Αυγούστου 1974 ο Βαρτάν,τούρκος βασανιστής που είχε χόμπι να μας κόβει το μάγουλο με ένα πελώριο νυχοκόπτη μπήκε στον θάλαμο 1 και με αφού με πήρε με οδήγησε σε ένα υπόγειο μαζί με 2 άλλους από τον θάλαμο 2 για να το καθαρίσομε.Εκεί ήταν και ο διερμηνέας. Στο υπόγειο είχε ξεροκόμματα από ψωμιά.Ρωτήσαμε τον διερμηνέα ποιοι ήταν εκεί και μας είπε ότι είχε άλλους και από αύριο θα γεμίσει πάλι. Εμείς είναι σε όλους γνωστό ότι είμαστε η πρώτοι που επήγαμε στην τουρκία.
Ποιοι άλλοι ήσαν εκεί και που τους έβαλαν ή μάλλον τι τους έκαναν;
Πράγματι την άλλη μέρα άρχισε η δεύτερη φάση της εισβολής. Από το διπλανό αεροδρόμιο των Αδάνων ακούγαμε τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα που εφορμούσαν για την Κύπρο.
Η μητέρα μου ήταν εγκλωβισμένη και όταν πήγε στο ξενοδοχείο Ντόουμ στην Κερύνεια για να παραλάβη μήνυμα από τον πατέρα μου ρώτησε τον Χουσείν,αστυνομικό στην είσοδο του ξενοδοχείου να ρωτήση και να μάθει για μένα. Της είπε επι λέξει « ο γιός σου εν μες την τρίτη φουρνιά που πήγε τουρκία». Αφού εμείς οι 385 είμαστε σε όλους γνωστό ότι είμαστε η πρώτη φουρνιά τι έγιναν οι άλλες δύο φουρνιές.
Έχει σχέση το υπόγειο που καθαρίσαμε στις 13 Αυγούστου;
Στις 15 Αυγούστου 1974 αργά το απόγευμα άνοιξαν οι πόρτες και μέσα στον θάλαμο όρμισαν οι πιλότοι των πολεμικών αεροπλάνων της τουρκικής αεροπορίας και μας ξυλοφόρτωσαν γιατί έχασαν συνάδελφους τους στη Κύπρο.ΘΑΥΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ !!!
Ανακριτής στην τουρκία ήταν και πάλι εκτός από τους στρατιωτικούς και ο Όσμαν Ορέκ πρώην υπουργός της πρώτης κυβέρνησης της Κύπρου.
Αυτά τα ολίγα για να θυμάστε και να μην ξεχνάτε. Κοιτάξετε με προσοχή το πρώτο βίτεο που προβάλλετε από τις τηλεοράσεις με τους γυμνούς αιχμαλώτους.Είμαστε η πρώτη φουρνιά στις φυλακές των Αδάνων.
Οι πιο αισχροί βασανιστές ήσαν πρώτα οι τούρκοι της Κύπρου και μετά οι τούρκοι της τουρκίας.

Κώστας Τζαβέλλας – έφεδρος ανθυπολοχαγός (1974)
Έλληνας Κερυνειώτης
Τραυματίας – Αιχμάλωτος 1974

Αφήστε το σχόλιο σας

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ